Πέμπτη 8 Ιουλίου 2010

ΕΓΚΩΜΙΟΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΤΟΥ ΔΑΜΑΣΚΗΝΟΥ

Τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Δαμασκηνοῦ[1]

2. Ἀληθινά, δέν ὑπάρχει γλῶσσα ἀνθρώπου, μήτε ὑπερκόσμιος ἀγγελικός νοῦς πού νά μπορῆ ἐπάξια νά ὑμνήση ἐκείνη, μέ τήν ὁποία μᾶς δόθηκε ἡ δυνατότητα νά θεωροῦμε καθαρά “τή δόξα τοῦ Κυρίου”. Τί θά κάνουμε λοιπόν; Θά βουβαθοῦμε τάχα, ἀφοῦ δέν μποροῦμε ἐπάξια νά τήν ὑμνήσουμε ζαρώνοντας ἀπό φόβο; Καθόλου. Νά περάση πάλι τό πόδι μας τό κατώφλι πού λένε ν’ ἀγνοήσουμε τ’ ἀνθρώπινά μας ὅρια καί ν’ ἀγγίξουμε τραχιά τ’ ἀνέγγιχτα, λυμένοι ἀπό τό χαλινάρι τοῦ φόβου; Ποτέ. Ἑνώνοντας ὅμως τόν πόθο μέ τό φόβο καί πλέκοντας κι ἀπό τά δυό ἕνα διπλό στεφάνι μέ ἱερή εὐλάβεια, τρεμάμενο χέρι καί ψυχή ὅλο πόθο, ἄς προσφέρουμε μ’ εὐγνωμοσύνη στή Μητέρα τοῦ Βασιλιᾶ, αὐτήν πού εὐεργέτησε ὅλη τήν πλάση, τό φτωχικό μά πρῶτο ἀπ’ ὅλα δῶρο τοῦ νοῦ μας –τῆς τό χρωστᾶμε. Ἰστορᾶνε δά πώς κάποιοι ξωμάχοι, καθώς ὀργώνανε μέ τά καματερά τους, εἴδανε νά διαβαίνη ἕνας βασιλιάς, λαμπρός μέσα στή βασιλική του πορφύρα, στραφτοκοπώντας ἀπό τή φεγγοβολή τοῦ διαδήματος καί μ’ ἀμέτρητους σωματοφύλακες γύρω του. Ἐπειδή τίποτε δέν εἴχανε νά προσφέρουν στό βασιλιά, ἕνας γρήγορα ἔπιασε μέ τίς χοῦφτες του νερό -ἔτρεχε πλάϊ ἄφθονο- καί τοῦ τό πῆγε δῶρο. Ὁ βασιλιάς τοῦ εἶπε: “Τί εἶναι τοῦτο, παιδί μου;”. Θαρραλέα ἀποκρίθηκε: “Ὅ,τι εἶχα, αὐτό ἔφερα, γιατί ἡ κρίση μου ἔλεγε πώς τό καλύτερο ἦταν νά μή σκεπάση τήν προθυμιά μου ἡ φτώχεια, μιά κι ἐσύ δέν ἔχεις ἀνάγκη τά δῶρα μας, οὔτε θέλεις τίποτε δικό μας ἔξω ἀπό τήν ἀγάπη μας. Τοῦτο πού κάνω εἶναι χρέος μά κι ἔπαινος γιά μᾶς, ἀφοῦ ὅσοι δείχνουν εὐγνωμοσύνη συνήθως δοξάζονται”. Ὁ βασιλιάς θαύμασε καί παίνεψε τή σοφία του, δέχτηκε καλοδιάθεστα τήν πρόθυμη προσφορά του καί τόν ἀντάμειψε βασιλικά μά πάμπολλα δῶρα. Ἄν λοιπόν ὁ ἀλαζονικός ἐκεῖνος τύραννος προτίμησε τά φιλικά αἰσθήματα κι ὄχι τά πλοῦσια δῶρα, αὐτή, ἡ ἀληθινή ἀγαθή Δέσποινά μας, ἡ Μητέρα τοῦ Θεοῦ, τοῦ μόνου ἀγαθοῦ πού ἡ συγκατάβασή του εἶναι ἄπειρη καί προτίμησε τό δίλεπτο παρά τίς πλούσιες προσφορές καρπῶν, δέ θά δεχτῆ τήν πρόθεσή μας παραβλέποντας τήν ἀδυναμία μας; Μά ναί, θά δεχτῆ τό χρέος μας καί θά μᾶς ἀμείψη μ’ ἀσύγκριτα δῶρα. Ἀφοῦ λοιπόν εἶναι ἀνάγκη νά μιλήσουμε ὁπωσδήποτε γιά νά ξεπληρώσουμε τό χρέος, ἄς γυρίσουμε τό λόγο μας γρήγορα σ’ αὐτήν λέγοντας:

3. Πῶς νά σέ ὀνομάσουμε, Κυρά μας; Μέ τί λόγια να σοῦ μιλήσουμε; Μέ ποιά ἐγκώμια νά στεφανώσουμε τό ἱερό καί δοξασμένο σου κεφάλι; Ἐσένα πού δίνεις τ’ ἀγαθά, τήν πλουτοδότρα, τό στολίδι τοῦ γένους τῶν ἀνθρώπων, τό καμάρι τῆς κτίσης πού χάρη σέ σένα ἔγινε ἀληθινά μακάρια; Καί τοῦτο, γιατί ἐκεῖνον, πού πρώτα δέν χωροῦσε, τόν ἐχώρεσε στό δικό σου σῶμα. Ἐκεῖνον, πού δέν δυνόταν νά δῆ, τόν βλέπει “ἐν κατόπτρῳ” χάρη σέ σένα, “μέ ξέσκεπη ὄψη”.

Ἄνοιξέ μας, Λόγε τοῦ Θεοῦ, τό βραδύγλωσσο στόμα. Δῶσε μας, καθώς ἀνοίγουν τά χείλη, λόγια γεμάτα χάρη. Φύσηξε μέσα μας τή χάρη τοῦ ἁγίου Πνεύματος πού κάνει ρήτορες τούς ψαράδες καί δίνει στούς ἀγράμματους τή δύναμη νά κηρύχνουν τή σοφία πού ξεπερνάει τόν ἀνθρώπινο νοῦ, γιά νά μπορέσουμε κι ἐμεῖς μέ τή λειψή φωνή, ἀμυδρά κἄν νά μιλήσουμε γιά τά μεγαλεῖα τῆς πολυαγαπημένης σου Μητέρας. Αὐτή, ἀλήθεια, διαλεγμένη ἀνάμεσ’ ἀπό ἀρχαῖες γενιές ἀπό τήν προαιώνια βουλή καί εὐδοκία τοῦ Θεοῦ καί Πατέρα πού σέ γέννησε ἔξω ἀπό τό χρόνο ὑπερφυσικά καί δίχως ν’ ἀλοιωθῆ, σέ κυοφόρησε “στά στερνά τά χρόνια”, δίνοντάς σου σάρκα ἀπό τή σάρκα της, φανέρωση τοῦ ἐλέους τοῦ Θεοῦ καί σωτηρία, δικαιοσύνη καί ἀπολύτρωση, ἐσένα, ζωή ἀπό τή ζωή, φῶς ἀπό τό φῶς, ἀληθινό Θεό ἀπό ἀληθινό Θεό. Ἡ γέννησή της στάθηκε παράδοξη, ὁ τρόπος πού γέννησε ὑπερφυσικός, ὑπέρλογος καί σωστικός γιά τόν κόσμο, ἡ Κοίμησή της ἔνδοξη κι ἀληθινά ἱερή καί πανεύφημη.

9. “Ὁ ἀπύθμενος πλοῦτος καί σοφία καί γνώση τοῦ Θεοῦ”, γιά νά μιλήσω κι ἐγώ μέ τό λόγο τοῦ Ἀποστόλου στήν καίρια τούτη στιγμή. “Πόσο ἀνεξερεύνητες εἶναι οἱ βουλές του κι ἀνεξιχνίαστοι οἱ δρόμοι του”. Ὦ ἀγαθότητα τοῦ Θεοῦ ἀστόμωτη, ὦ ἀβυθομέτρητη ἀγάπη! Ἐκεῖνος πού καλεῖ “τό ἀνύπαρχτο νά γίνη ὑπαρχτό”, πού “γεμίζει τόν οὐρανό καί τή γῆ”, πού ’χει τόν οὐρανό θρόνο καί “τή γῆ ὑποπόδιο”, κάνει πλατύ κατάλυμα τήν κοιλιά τῆς δούλης του κι ἐκεῖ ὁλοκληρώνει τό πιό πρωτόφαντο ἀπ’ ὅλα τά πρωτόφαντα μυστήρια: ἐνῶ εἶναι Θεός, γίνεται ἄνθρωπος, γεννιέται ὑπερφυσικά ὅταν συμπληρώνεται ὁ χρόνος τῆς κύησης, ἀνοίγει τή μήτρα δίχως νά χαλάση τῆς παρθενίας τήν κλειδαριά καί βαστιέται ἀπό ἀγκαλιά γήϊνη, αὐτός, “τό ἀπαύγασμα τῆς δόξας, ὁ τύπος τῆς ὑπόστασης τοῦ Πατέρα πού ὁ λόγος του ἔχει τή δύναμη νά κρατάει τά σύμπαντα”.

Ὦ θεϊκά, ἀλήθεια, θαύματα, μυστήρια πού ξεπερνᾶνε τή φύση καί τό λογικό! Ὦ παρθενικό καύχημα πού εἶσαι πάνω ἀπό τ’ ἀνθρώπινα! Ποιό εἶναι, ἱερή Μητέρα καί Παρθένα, αὐτό τό μέγα μυστήριο πού σέ τυλίγει; “Εὐλογημένη ἐσύ ἀνάμεσα στίς γυναῖκες κι εὐλογημένος ὁ καρπός τῆς κοιλιᾶς σου”. Εἶσαι εὐτυχισμένη ἀνάμεσα στίς γενιές τῶν ἀνθρώπων, ἡ μόνη ἀξιομακάριστη. Νά πού σέ μακαρίζουν ὅλες οἱ γενιές, καθώς εἶπες. Ἐσένα εἶδαν οἱ κόρες τῆς Ἱερουσαλήμ, τῆς Ἐκκλησίας δηλαδή καί σένα καλοτυχίσανε οἱ βασίλισσες, μ’ ἄλλα λόγια οἱ ψυχές τῶν δικαίων καί θά σέ ὑμνοῦνε στούς αἰῶνες.

Γιατί ἐσύ εἶσαι ὁ βασιλικός θρόνος πού κυκλώνουν οἱ θρόνοι, δηλαδή οἱ ἄγγελοι, βλέποντας νά κάθεται ἐκεῖ ὁ Κύριος καί Δημιουργός τους.

Σύ στάθηκες νοητή Ἐδέμ ἱερώτερη καί θεϊκότερη ἀπό τήν παλιά –σέ κείνη κατοικοῦσε Ἀδάμ “χωματένιος”, σέ σένα Κύριος “ἀπό τόν οὐρανό”.

Ἡ κιβωτός, κρατώντας τό σπόρο γιά ἕνα δεύτερο κόσμο, ἐσένα προεικόνισε, γιατί σύ γέννησες τό Χριστό, τή σωτηρία τοῦ κόσμου πού καταπόντισε τήν ἁμαρτία καί κοίμησε τά κύματά της.

Ἐσένα προεικόνισε ἡ βάτος, οἱ θεόγραφτες πλάκες δική σου προχάραξη ἦταν, ἡ κιβωτός τοῦ νόμου ἐσένα προμηνοῦσε, τό χρυσό σταμνί καί τό λυχνάρι καί τό τραπέζι καί τό “ραβδί τοῦ Ἀαρών πού βλάστησε” ὁλοφάνερα ἦταν δική σου προτύπωση. Ἀπό σένα, ἀλήθεια, ἡ φωτιά τῆς θεότητας, “ἡ ἀπεικόνιση καί ἔκφραση τοῦ Πατέρα”, τ’ ὁλόγλυκο κι οὐρανόσταλτο μάννα, τό ἀνώνυμο ὄνομα “πού εἶναι πάνω ἀπ’ ὅλα τά ὀνόματα”, τό ἀνέσπερο καί ἀπρόσιτο φῶς, “τῆς ζωῆς τό ψωμί” τό οὐράνιο, ὁ ἀγεώργητος καρπός, ἀπό σένα σωματικά ἀναβλάστησε.

Προμήνυμα δικό σου δέν ἦταν τό καμίνι μέ τή δροσερή καί συνάμα φλογερή φωτιά, εἰκόνα τῆς θεϊκῆς φωτιᾶς πού σέ κατοίκησε;

Καί ἡ σκηνή τοῦ Ἀβραάμ καταφάνερα ἐσένα προτυπώνει: στό Λόγο τοῦ Θεοῦ πού κατασκήνωσε στήν κοιλιά σου ἡ ἀνθρώπινη φύση πρόσφερε τό ψωμί τό ψημένο στή στάχτη, δηλαδή τόν πρῶτο καί καλύτερο καρπό της, βγαλμένο ἀπό τά δικά σου ἁγνά αἵματα, πού, ἄς τό ποῦμε ἔτσι, ψηνόταν ἀπό τή θεϊκή φλόγα κι ἔπαιρνε τή μορφή σωστοῦ ψωμιοῦ, βρίσκοντας τήν ὑπόστασή της στό θεϊκό πρόσωπο τοῦ Λόγου καί γινόταν ἔτσι ἀληθινό σῶμα ζωντανεμένο ἀπό ψυχή λογική καί νοερή.

Λίγο καί θά ξεχνοῦσα τήν κλίμακα τοῦ Ἰακώβ. Τί τάχα; Δέν εἶναι γιά ὅλους φανερό πώς στάθηκε δίπλα σου προεικόνιση καί τύπος; Ὅπως ὁ Ἰακώβ εἶδε τίς ἄκρες τῆς σκάλας νά ἑνώνουν τόν οὐρανό μέ τή γῆ, ἀγγέλους νά τήν ἀνεβοκατεβαίνουν καί τόν ἀληθινά Δυνατό κι Ἀνίκητο νά παλεύη συμβολικά μαζί του, ἔτσι κι ἐσύ μεσίτεψες κι ἔγινες σκάλα γιά νά κατεβῆ σ’ ἐμᾶς ὁ Θεός, πού πῆρε πάνω του τήν ἀσθενική μας φύση, τή σύμπλεξε καί τήν ἕνωσε μέ τή δική του κι ἔκανε τόν ἄνθρωπο νοῦ ἱκανό νά θεωρῆ τό Θεό. Ἐσύ συμπλησίασες τά χωρισμένα. Γιά τοῦτο κατεβαίνανε ἄγγελοι νά τόν ὑπηρετήσουν ὡς Θεό καί Κύριο καί ἄνθρωποι, πού ζήσανε ἀγγελικά, ἁρπάζονται στόν οὐρανό.

Καί τί νά πῶ γιά τά κηρύγματα τῶν προφητῶν; Δέν πρέπει νά τ’ ἀποδώσουμε στό πρόσωπό σου, ἄν θέλουμε νά δείξουμε τό ἀληθινό τους νόημα; Γιατί ποιό εἶναι τό ποκάρι τοῦ Δαβίδ, ὅπου τοῦ Θεοῦ πού βασιλεύει πάνω σ’ ὅλα, ὁ Γιός, δίχως ἀρχή καί βασιλιάς ὁ ἴδιος μαζί μέ τόν Πατέρα του, κατέβηκε σά δροσιά; Δέν εἶσαι ὁλοφάνερα ἐσύ;

Καί ποιά εἶναι ἡ παρθένα πού ὁ Ἠσαΐας προεῖδε καί προφήτεψε πώς “θά συλλάβη” καί θά γεννήση γιό, πού θά εἶναι “ὁ Θεός μαζί μας”, δηλαδή θά μένη Θεός καί μετά τήν ἐνανθρώπησή του;

Ποιό ἀκόμη εἶναι τό βουνό τοῦ Δανιήλ, ἀπ’ ὅπου κόπηκε τό ἀγκωνάρι, ὁ Χριστός, δίχως ἀνθρώπινη ἀξίνα; Δέν εἶσαι σύ πού παρθενικά κυοφόρησες καί πάλι ἔμεινες παρθένα;

Ἄς ἔλθη ὁ γεμάτος πνεῦμα Θεοῦ Ἰεζεκιήλ γιά νά μᾶς δείξη τήν κλειστή πύλη πού διάβηκε ὁ Κύριος, δίχως αὐτή ν’ ἀνοίξη, ὅπως προφητικά προεῖπε. Ἄς μᾶς δείξη τήν ἐκπλήρωση τῶν λόγων του. Σίγουρα θα δείξη Ἐσένα, ἀπ’ ὅπου πέρασε ὁ Θεός ὅλης τῆς κτίσης καί πῆρε σάρκα, χωρίς ν’ ἀνοίξη τῆς παρθενίας τήν πύλη -ἡ σφραγίδα της ἀληθινά μένει αἰώνια.

Ἐσένα λοιπόν κηρύχνουν οἱ προφῆτες. Ἐσένα διακονοῦν οἱ ἄγγελοι, ὑπηρετοῦν οἱ ἀπόστολοι, ὁ ἀπόστολος πού ἔμεινε παρθένος, ὁ θεολόγος. Ἐσένα τήν ἀειπάρθενη καί Θεοτόκο ὑπηρετεῖ. Σήμερα, καθώς ἀποδημοῦσες γιά τό Γιό σου, σέ τιμοῦσαν οἱ ἄγγελοι, οἱ ψυχές τῶν δίκαιων, τῶν πατριαρχῶν καί τῶν προφητῶν. Τιμητική φρουρά οἱ ἀπόστολοι καί οἱ ἀμέτρητοι θεοφόροι πατέρες: μαζεύονταν μέ τό θεϊκό πρόσταγμα ἀπό τά πέρατα τῆς γῆς, ὡσάν μέσα σέ νεφέλη, στή θεϊκή καί ἱερή Ἱερουσαλήμ, ψέλνοντας γεμάτοι ἀπό τό Ἅγιο Πνεῦμα ὕμνους ἱερούς σέ σένα, τήν πηγή τοῦ σώματος τοῦ Κυρίου πού εἶναι ἡ ἀρχή τῆς ζωῆς.

11. Ἀπό τή γῆ σέ πέρασαν στόν οὐρανό ἄγγελοι κι ἀρχάγγελοι. Μέ τ’ ἀνέβασμά σου φρίξανε τ’ ἀκάθαρτα ἀερικά. Καθώς διαβαίνεις, κάνεις εὐλογημένο τόν ἀέρα, ὁ αἰθέρας ψηλά ἁγιάζεται. Χαρούμενος ὁ οὐρανός ὑποδέχεται τήν ψυχή σου. Σέ προϋπαντοῦνε μέ ὕμνους ἱερούς καί ὁλόφωτες λαμπάδες ὁλόχαρης γιορτῆς οἱ ἀγγελικές δυνάμεις πού σχεδόν λένε: “Ποιά εἶναι τούτη πού ἀνεβαίνει λευκανθισμένη”, “πού προβαίνει σάν αὐγή, ὡραία ὡσάν φεγγάρι, λαμπερή ὡσάν ἥλιος;”. Πόσο ὀμόρφηνες καί γλύκανες! Ἐσύ “ὡσάν ἄνθος τοῦ ἀγροῦ”, “ὡσάν τό κρίνο ἀνάμεσα στ’ ἀγκάθια”· “γι’ αὐτό σ’ ἀγαποῦν οἱ κοπέλες”· “τρέχουμε πίσω ἀπ’ τ’ ἄρωμά σου”, “ὁ βασιλιάς σ’ ἔφερε στό θάλαμό του”. Ἐκεῖ ἔχεις φρουρά τίς Ἐξουσίες, σ’ ἐγκωμιάζουν οἱ Ἀρχές, οἱ Θρόνοι σ’ ἀνυμνοῦνε, τά Χερουβείμ εἶναι γεμάτα ἔκπληχτη χαρά, τά Σεραφείμ δοξάζουν ἐκείνη πού στάθηκε φυσική μητέρα τοῦ Κυρίου τους χάρη στό ἀληθινό ἔλεος τοῦ Θεοῦ γιά μᾶς. Δέν ἦλθες μονάχα, καθώς ὁ Ἠλίας, “ὡς τόν οὐρανό”, οὔτε σ’ ἀνέβασαν, ὡσάν τόν ἀπόστολο Παῦλο “ὡς τόν τρίτο οὐρανό”, παρά ἔφτασες ἴσαμε τόν ἴδιο τό βασιλικό θρόνο τοῦ Γιοῦ σου, τόν βλέπεις μέ τά μάτια σου, χαίρεσαι καί στέκεις δίπλα του μέ πολλή κι ἀνείπωτη σιγουριά. Ἄφατο σκίρτημα χαρᾶς γιά τούς Ἀγγέλους καί ὅλες τίς ὑπερκόσμιες Δυνάμεις, δίχως τέλος εὐφροσύνη γιά τούς Πατριάρχες, ἀνεκλάλητη χαρά γιά τούς Δικαίους, ἀγαλλίαση ἀτελείωτη γιά τούς Προφῆτες! Εὐλογεῖς τόν κόσμο, ἁγιάζεις τήν πλάση ὅλη! Ἀνάσα γιά τούς καταπονεμένους, γιά αὐτούς πού πενθοῦνε παρηγόρια, γιατρειά τῶν ἀρρώστων, λιμάνι στούς θαλασσοδαρμένους, συγχώρεση γιά τούς ἁμαρτωλούς, τῶν λυπημένων καλοσυνάτη παρηγορήτρα, γιά ὄλους τούς ἱκέτες σου πρόθυμη βοήθεια.

13. Ὦ, πῶς ὑποδέχτηκε ὁ οὐρανός αὐτήν πού στάθηκε πλατύτερη ἀπό τούς οὐρανούς! Πῶς δέχτηκε ὁ τάφος αὐτήν πού δέχτηκε τό Θεό! Ναί, τή δέχτηκε. Ναί, τή χώρεσε, γιατί δέν ἔγινε πλατύτερη ἀπό τόν οὐρανό μέ τό σωματικό της ὄγκο. Γιατί πῶς ἕνα σῶμα τρεῖς πῆχες πού ὅλο καί φυραίνει, θά παράβγαινε μέ τά πλάτια καί τά μάκρη τ’ οὐρανοῦ; Μέ τή χάρη ὅμως ξεπέρασε κάθε ὕψος καί πλάτος, γιατί τό θεϊκό εἶναι πέρα ἀπό κάθε σύγκριση. Ὦ, τί ἱερό καί θαυμαστό καί σεβάσμιο καί ἀξιοπροσκύνητο μνῆμα! Καί τώρα τό φυλᾶνε οἱ Ἄγγελοι στέκοντας γύρω γεμάτοι σεβασμό καί φόβο. Τρέμουνε τά δαιμόνια, μέ πίστη προστρέχουν ἐκεῖ οἱ ἄνθρωποι, τό τιμοῦν, τό προσκυνοῦν, τό ἀσπάζονται μέ τά μάτια, τά χείλια, τήν ὅλο πόθο ψυχή τους κι ἀντλοῦνε ἄφθονα ἀγαθά.

Καθώς, ὅταν ἀποθέση κανένας ἀκριβό μύρο σ’ ἕνα ροῦχο ἤ κάποιο μέρος καί μετά τό πάρη, ἀπομένει κάποια εὐωδιά κι ὅταν ἐκεῖνο λείψη, ἔτσι καί τώρα τό ἅγιο σῶμα, τό ἱερό, τό πεντακάθαρο πού εὐωδιάζει θεϊκά ὁλόκληρο, τό πλούσιο κεφαλάρι τῆς χάρης, ἀφοῦ κατέβηκε στόν τάφο κι ἁρπάχτηκε κατόπι σέ μέρη πιό ὄμορφα καί ψηλά, δέν ἐγκατάλειψε τόν τάφο δίχως δῶρο, μά τοῦ ἄφησε κάτι ἀπό τήν ἅγια του μοσκοβολιά καί χάρη κι ἔκανε τό μνῆμα βρύση γιατρειᾶς καί κάθε ἀγαθοῦ γιά ἐκείνους πού τό πλησιάζουνε μέ πίστη.

14. Ἀπό σένα καί μεῖς σήμερα κρατιόμαστε, ὦ Κυρά, Κυρά, Κυρά μας, Θεοτόκε ἀνύμφευτη, μ’ ἀγκιστρωμένες τίς ψυχές στήν ἐλπίδα πού ἐσύ μᾶς δίνεις, ὡσάν στήν πιό γερή καί ἀράγιστη ἄγκυρα, παραδίνοντας σέ σένα τό νοῦ, τήν ψυχή, τό σῶμα, ὅλο μας τόν ἑαυτό, δοξολογώντας σε “μέ ψαλμούς καί ὕμνους καί ᾠδές πνευματικές” ὅσο δυνόμαστε, ἀφοῦ, ὅσο ἀξίζεις εἴμαστε ἀνήμποροι. Γιατί ἄν, ὅπως μᾶς δίδαξε ὁ λόγος ὁ ἱερός, ἡ τιμή στούς συνδούλους μας φανερώνει τήν ἀγάπη στόν Κύριο ὅλων μας, πῶς νά παραλείψουμε νά τιμήσουμε σένα πού γέννησες τόν Κύριο; Καί πῶς νά μήν ποθῆ ὁλόκληρη ἡ καρδιά μας τήν τιμή τούτη; Πῶς νά μήν τήν προτιμοῦμε κι ἀπ’ αὐτήν ἀκόμη, τήν ἀπαραίτητη ἀνάσα, ἀφοῦ μᾶς δίνει τή ζωή; Ἔτσι θά δείξουμε καλύτερα τήν ἀγάπη μας στόν Κύριό μας. Γιατί ὅμως μιλῶ γιά τόν Κύριο; Σ’ ἐκείνους πού εὐλαβικά σέ τιμοῦνε, φτάνει, ἀλήθεια, τό ἀκριβότατο δῶρο τῆς μνήμης σου, γιατί φέρνει χαρά ἀναφαίρετη καί βαθύτατη. Ἀπό ποιά ἀγαλλίαση τάχα, ἀπό ποιά ἀγαθά, δέν πλημμυράει ὅποιος τό νοῦ του κάνει μυστικό θάλαμο τῆς πανάγιας μνήμης σου;

Αὐτή εἶναι ἡ εὐχαριστήρια προσφορά μας, ὁ πιό διαλεχτός μας λόγος, ὅ,τι καλύτερο μπορεῖ νά προσφέρη τό φτωχό μας μυαλό πού κινήθηκε λησμονώντας τήν ἀνημπόρια του ἀπό τόν πόθο γιά σένα. Δέξου ὅμως μέ καλοσύνη τόν πόθο, ἀφοῦ ξέρεις πώς ξεπερνάει τή μπόρεσή μας. Καί σύ, Κυρά γεμάτη ἀγαθότητα πού γέννησες τόν ἀγαθό μας Κύριο, μακάρι νά ’χης πάνω μας τά μάτια σου, νά μᾶς πηγαίνεις ὅπου θές, νά κόψης τήν ὁρμή τῶν ντροπιασμένων μας παθῶν ὁδηγώντας μας στό ἀτρικύμιστο λιμάνι πού ’ναι τοῦ Θεοῦ τό θέλημα, νά μᾶς ἀξιώσης ν’ ἀντικρύσουμε τή μελλοντική μακαριότητα, τή γλυκειά λάμψη ἀπό τό πρόσωπο τοῦ ἴδιου τοῦ Θεοῦ Λόγου πού σαρκώθηκε ἀπό σένα. Μαζί μ’ Αὐτόν δόξα, τιμή καί μεγαλοπρέπεια στόν Πατέρα καί τό πανάγιο καί ζωοποιό Πνεῦμα, τώρα καί παντοτινά καί στούς αἰῶνες τῶν αἰώνων. Ἀμήν.




[1] Ἰωάννης Δαμασκηνός, Ἡ Θεοτόκος, τέσσερις θεομητορικές ὁμιλίες, ἔκδ. Ἀποστολικῆς Διακονίας, β΄ ἔκδοση, 1990, σελ. 103.